- συγκίνηση
- Σύνολο ψυχολογικών και φυσιολογικών φαινομένων που εκδηλώνονται μαζί με έντονους ερεθισμούς, απρόοπτους και, κατά κανόνα, ελάχιστα σαφείς, οι οποίοι προκαλούν στο άτομο σημαντική ένταση.
Στο υποκειμενικό ψυχολογικό πεδίο έχουμε μια ζωηρή συναισθηματική εμπειρία, ευχάριστη ή δυσάρεστη, που μπορεί να εκφραστεί με ενδοσκοπικές μαρτυρίες. Στο αντικειμενικό φυσιολογικό πεδίο έχουμε μια έξαρση της εξωτερικής συμπεριφοράς (με κινητικές, μιμικές, φωνητικές αντιδράσεις) και σημαντικές μεταβολές των λειτουργιών των οργάνων του σώματος (π.χ. του κυκλοφοριακού ή του αναπνευστικού συστήματος) που φαίνονται με την άμεση παρατήρηση ή με τη χρησιμοποίηση οργάνων. Τυπικές εκδηλώσεις σ. είναι: φόβος, οργή, χαρά, πόνος.
Οι μελέτες πάνω στη σ. αναπτύχθηκαν ουσιαστικά προς δύο κατευθύνσεις: η μία αφορά την αλληλεξάρτηση της ψυχολογικής και της φυσιολογικής συμπεριφοράς και η άλλη τον προσαρμοστικό χαρακτήρα της σ.
Έως τον περασμένο αιώνα επικρατούσε η φιλοσοφική αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο «νους», το «πνεύμα», υπερέχουν σε σχέση με τις σωματικές λειτουργίες: η σ. επομένως θεωρήθηκε ως ένα συνειδησιακό γεγονός, που συνεπιφέρει τις οργανικές εκδηλώσεις. Γύρω στα 1885 ο Αμερικανός Γουίλιαμ Τζέιμς και ο Δανός Καρλ Γκέοργκ Λάνγκε, διατυπώνοντας την «περιφερική θεωρία της σ.», ανάτρεψαν τις θέσεις: «η σ. είναι εκείνο που μας ειδοποιεί για τις μεταβολές που πραγματοποιούνται στο σώμα μας». Αντί να λέμε: «Βλέπουμε την αρκούδα, φοβόμαστε και τρέχουμε» ή «Χάσαμε την περιουσία μας, λυπόμαστε και κλαίμε», ο Τζέιμς λέει: «Βλέπουμε την αρκούδα, τρέχουμε και φοβόμαστε» ή «Χάσαμε την περιουσία μας, κλαίμε και λυπόμαστε». Διαδοχικά πολλές πειραματικές συμβολές κατέστησαν δυνατή, μέσα από διάφορες αντιθέσεις, μια περισσότερο συνολική και ενιαία διατύπωση του προβλήματος που έθεσαν οι υποθέσεις του Τζέιμς. Ο Κάνον και ο Μπαρντ, δημιουργοί της κεντρικής θεωρίας της σ., απόδειξαν ότι, ακόμα και με το χωρισμό των σπλαχνικών οργάνων από το κεντρικό νευρικό σύστημα, μπορούσε να προκληθεί επίσης συγκινησιακή κατάσταση. Από το άλλο μέρος, ερεθίζοντας ορισμένα νευρικά και εγκεφαλικά κέντρα των ζώων, πετυχαίνουμε τυπικές καταστάσεις της σ. (π.χ. η γάτα σηκώνει τις τρίχες της και καμπουριάζει τη ράχη), αυτές όμως στερούνται στην πραγματικότητα συναισθηματικού περιεχομένου, γιατί το ζώο κατά τις εκδηλώσεις αυτές εξακολουθεί, π.χ., να τρώει το φαγητό του. Πρόσφατες νευροφυσιολογικές έρευνες, τονίζοντας τη στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ των συστημάτων της ζωής των σχέσεων και της φυτικής ζωής, ξεπερνούν την αντίθεση που βρίσκεται στη βάση των προηγούμενων θεωριών της σ. και προσφέρουν ασφαλή στοιχεία για την υποστήριξη της στενής σύμπτωσης και αλληλοσυμπλήρωσης μεταξύ των ψυχολογικών και φυσιολογικών συστατικών.
Ακόμα και σχετικά με τον τελολογικό χαρακτήρα της συγκινησιακής συμπεριφοράς υπάρχουν διαφορετικές γνώμες. Κατά το Δαρβίνο, η συγκινησιακή συμπεριφορά είναι υπόλειμμα αταβιστικών συμπεριφορών που φάνηκαν χρήσιμες σε κάποια περίοδο της ζωής του είδους. Η οργίλη, π.χ., συμπεριφορά μεγαλώνει, με την εκφοβιστική της έκφραση απέναντι σ’ ένα πιθανό εχθρό, τις επιθετικές ικανότητες. Αντίθετα, η παράλυση που προκαλεί ο φόβος ακινητοποιεί εκείνον που φοβάται μήπως του επιτεθούν, με την ελπίδα ότι ο κίνδυνος θα περάσει. Ο Κάνον, και ο Μπαρντ διευκρινίζουν με τη σειρά τους ότι οι λειτουργικές αλλαγές που συνοδεύουν τη σ. (π.χ. διαστολή της κόρης του ματιού, αύξηση του αναπνευστικού ρυθμού και της κυκλοφοριακής ταχύτητας του αίματος, αναστολή των γαστρεντερικών κινήσεων, αλλαγή της χημικής σύστασης του αίματος ώστε να επιταχύνεται ο χρόνος της πήξης και να εξουδετερώνονται τα αποτελέσματα της κόπωσης) ενισχύουν τη ζωή των ζωικών όντων, κάνοντας τον οργανισμό περισσότερο έτοιμο να αντιμετωπίσει κρίσιμες καταστάσεις. Κατά τον Πιερ Ζανέ, αντίθετα, η σ. αντιπροσωπεύει μια αποδιοργανωτική δύναμη, η οποία ξεφεύγοντας από τον λογικό έλεγχο, εμποδίζει τις χρήσιμες ενέργειες και τις αντικατασταίνει με παράλογους σπασμούς. Άλλοι μελετητές, και μεταξύ αυτών ο Ανρί Βαλόν, φαίνεται να δίνουν μια πληρέστερη και πειστικότερη απάντηση σχετικά με τη σημασία της σ., θεωρώντας την όχι ανεξάρτητο φαινόμενο, αλλά ουσιαστικό στοιχείο της ανάπτυξης του ατόμου.
Η πρώτη στοιχειώδης μορφή της σ., η οποία προηγείται της συμπεριφοράς που θ’ ακολουθήσουμε ή θ’ απορρίψουμε, είναι η προσεκτική αντίδραση, που εξομοιώνεται με το εξαρτημένο ανακλαστικό του «προσανατολισμού» του Παυλόφ και με την «αντίδραση ανασκίρτησης». Αυτή μπορεί να παρασταθεί ως μια κατάσταση συναγερμού και συνεπώς γενικής έντασης του οργανισμού. Το νεογέννητο, μπροστά σε οποιονδήποτε έντονο «εξωτερικό» ερεθισμό, απαντά με τέτοιες γενικευμένες αντιδράσεις. Κατόπιν, συσχετίζοντας τις εμπειρίες που είχε, θα μπορέσει να δώσει συγκινησιακή αξία (ευχάριστη ή δυσάρεστη) στις διάφορες καταστάσεις.
Με την ηλικία οι αντιδράσεις τείνουν να διαφοροποιηθούν και ο ενήλικος, προσαρμόζοντας διαρκώς περισσότερο τις απαντήσεις στο ερεθισμό, εκδηλώνει, ειδικά με τη μιμική και με τη γλώσσα, τις συγκινησιακές του καταστάσεις.
Γι’ αυτό οι ειδικές συγκινήσεις, που έχουν ως κοινή βάση την πρωτόγονη αντίδραση αιφνιδιασμού, στηρίζονται στο ίδιο οργανικό υπόβαθρο. Εκείνο που τις διαφοροποιεί είναι μόνο τα συναισθηματικά σημεία αναφοράς που αρμόζουν στο σύμπλεγμα της ειδικής κατάστασης.
Η κατεύθυνση του συναισθήματος στην ειδική σ. υπόκειται σε πολλαπλούς παράγοντες: ένταση και ποιότητα του ερεθισμού, ατομικές διαφορές (π.χ.: ο αγχώδης ή ο καταθλιπτικός ή ο ευερέθιστος αντιδρούν κατά διαφορετικό τρόπο στον ίδιο ερεθισμό), μορφωτικοί και κοινωνικοί συντελεστές (π.χ. προηγούμενες εμπειρίες, συνήθειες). Σχετικά με τους τελευταίους, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ομαδικής σ. Σε μια τέτοια περίπτωση κάθε μέλος ενός πλήθους, έχοντας ως οδηγό τη συμπεριφορά των άλλων, καταλαμβάνεται από πανικό αν τους βλέπει να φεύγουν ή μπορεί να πάρει μέρος σε εγκληματικές πράξεις (π.χ. λυντσαρίσματα) όταν βρίσκει έναν «αρχηγό» που κατευθύνει τη συγκινησιακή του ένταση προς επιθετικές εκδηλώσεις.
* * *η / συγκίνησις, -ήσεως, ΝΜΑ [συγκινώ]ψυχική διέγερση, εκδήλωση λύπης ή χαράςνεοελλ.1. ευχάριστη ή δυσάρεστη ενστικτώδης απόκριση τού ατόμου που προκαλείται από όλα τα αισθητικά ερεθίσματα τα οποία έχουν απήχηση στον ψυχικό του κόσμο, καθώς και από κάθε μεταβολή τής ψυχικής ή κοινωνικής του κατάστασης2. (φιλοσ.) (κατά τον Σαρτρ) το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος αποκρίνεται σε μια δεδομένη κατάσταση, όταν τα άλλα μέσα, τα οποία είναι συνήθως αποτελεσματικά, τού είναι απαγορευμένα3. (ψυχιατρ.) (κατά τον Φρόυντ) αρχαϊκή κατάσταση που συνοδεύει τις μεταπτώσεις τής παρόρμησης4. (ψυχολ.) αντίδραση ή πολυσύνθετη μεταβατική κατάσταση με αρκετά έντονο συναισθηματικό χαρακτήρα που χαρακτηρίζεται επίσης από διάχυτες διακυμάνσεις οργανικής φύσης και συνοδεύεται συνήθως από παρόρμηση για μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, η οποία δημιουργείται γενικά από μια κατάσταση ή ένα ερέθισμα τού περιβάλλοντοςμσν.έφοδος, εκστρατείααρχ.1. ταυτόχρονη κίνηση2. κίνηση προς την ίδια κατεύθυνση.
Dictionary of Greek. 2013.